- γραμματοσύμπλεγμα
- το монограмма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γραμματοσύμπλεγμα — το σύμπλεγμα γραμμάτων με τα οποία αρχίζει το επώνυμο ή το όνομα κάποιου προσώπου ή η επωνυμία κάποιας εταιρείας, το μονόγραμμα: Στο μαντίλι της κέντησε το γραμματοσύμπλεγμά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμματοσύμπλεγμα — το το γραμματόπλεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ( ατος) + σύμπλεγμα. Η λ. στον πληθ. (γραμματοσυμπλέγματα) μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek